οφθαλμοπορνεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οφθαλμοπορνεία οι οφθαλμοπορνείες
      γενική της οφθαλμοπορνείας των οφθαλμοπορνειών
    αιτιατική την οφθαλμοπορνεία τις οφθαλμοπορνείες
     κλητική οφθαλμοπορνεία οφθαλμοπορνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οφθαλμοπορνεία < οφθαλμοπόρνος + -εία

Ουσιαστικό

οφθαλμοπορνεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.