ουλορραγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουλορραγία | οι | ουλορραγίες |
| γενική | της | ουλορραγίας | των | ουλορραγιών |
| αιτιατική | την | ουλορραγία | τις | ουλορραγίες |
| κλητική | ουλορραγία | ουλορραγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
ουλορραγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.