βίκι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βίκι < (άμεσο δάνειο) αγγλική wiki < συντομογραφία του WikiWikiWeb < χαβανέζικη wikiwiki (γρήγορος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.ci/

Ουσιαστικό

βίκι ουδέτερο άκλιτο και γουίκι ή ουίκι

  • (νεολογισμός) ιστοχώρος συνεργασίας, όπου ο καθένας που έχει πρόσβαση σε αυτόν, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξή του

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.