ιδού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδού < αρχαία ελληνική ἰδού < ἰδοῦ, β' ενικός προστακτικής αορίστου β' παθητικής φωνής του ρήματος ὁρῶ

Μόριο

ιδού

  • δεικτικό μόριο να!

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.