ορνιθοκομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορνιθοκομείο τα ορνιθοκομεία
      γενική του ορνιθοκομείου των ορνιθοκομείων
    αιτιατική το ορνιθοκομείο τα ορνιθοκομεία
     κλητική ορνιθοκομείο ορνιθοκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορνιθοκομείο < όρνιθα + -κομείο

Ουσιαστικό

ορνιθοκομείο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.