ορθοποδώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορθοποδώ < (ελληνιστική κοινή) ὀρθοποδέω / ὀρθοποδῶ < αρχαία ελληνική ὀρθός + πούς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ορθοποδώ | ορθοποδούσα | θα ορθοποδώ | να ορθοποδώ | ορθοποδώντας | |
| β' ενικ. | ορθοποδείς | ορθοποδούσες | θα ορθοποδείς | να ορθοποδείς | (ορθοπόδει) | |
| γ' ενικ. | ορθοποδεί | ορθοποδούσε | θα ορθοποδεί | να ορθοποδεί | ||
| α' πληθ. | ορθοποδούμε | ορθοποδούσαμε | θα ορθοποδούμε | να ορθοποδούμε | ||
| β' πληθ. | ορθοποδείτε | ορθοποδούσατε | θα ορθοποδείτε | να ορθοποδείτε | ορθοποδείτε | |
| γ' πληθ. | ορθοποδούν(ε) | ορθοποδούσαν(ε) | θα ορθοποδούν(ε) | να ορθοποδούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ορθοπόδησα | θα ορθοποδήσω | να ορθοποδήσω | ορθοποδήσει | ||
| β' ενικ. | ορθοπόδησες | θα ορθοποδήσεις | να ορθοποδήσεις | ορθοπόδησε | ||
| γ' ενικ. | ορθοπόδησε | θα ορθοποδήσει | να ορθοποδήσει | |||
| α' πληθ. | ορθοποδήσαμε | θα ορθοποδήσουμε | να ορθοποδήσουμε | |||
| β' πληθ. | ορθοποδήσατε | θα ορθοποδήσετε | να ορθοποδήσετε | ορθοποδήστε | ||
| γ' πληθ. | ορθοπόδησαν ορθοποδήσαν(ε) |
θα ορθοποδήσουν(ε) | να ορθοποδήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ορθοποδήσει | είχα ορθοποδήσει | θα έχω ορθοποδήσει | να έχω ορθοποδήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ορθοποδήσει | είχες ορθοποδήσει | θα έχεις ορθοποδήσει | να έχεις ορθοποδήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ορθοποδήσει | είχε ορθοποδήσει | θα έχει ορθοποδήσει | να έχει ορθοποδήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ορθοποδήσει | είχαμε ορθοποδήσει | θα έχουμε ορθοποδήσει | να έχουμε ορθοποδήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ορθοποδήσει | είχατε ορθοποδήσει | θα έχετε ορθοποδήσει | να έχετε ορθοποδήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ορθοποδήσει | είχαν ορθοποδήσει | θα έχουν ορθοποδήσει | να έχουν ορθοποδήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.