ορθοποδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ορθοποδίζω < μεσαιωνική ελληνική ὀρθοποδίζω < (ελληνιστική κοινή) ὀρθοποδέω / ὀρθοποδῶ < αρχαία ελληνική ὀρθός + πούς

Ρήμα

ορθοποδίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.