ορθολογίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθολογίστρια οι ορθολογίστριες
      γενική της ορθολογίστριας των ορθολογιστριών
    αιτιατική την ορθολογίστρια τις ορθολογίστριες
     κλητική ορθολογίστρια ορθολογίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορθολογίστρια < ορθολογιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

ορθολογίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  ορθολογιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.