οπλομαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλομαχία οι οπλομαχίες
      γενική της οπλομαχίας των οπλομαχιών
    αιτιατική την οπλομαχία τις οπλομαχίες
     κλητική οπλομαχία οπλομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπλομαχία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οπλομαχία θηλυκό

  • (στρατιωτικός όρος) η μάχη με τα όπλα, σώμα με σώμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.