οπλοβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπλοβιομηχανία | οι | οπλοβιομηχανίες |
| γενική | της | οπλοβιομηχανίας | των | οπλοβιομηχανιών |
| αιτιατική | την | οπλοβιομηχανία | τις | οπλοβιομηχανίες |
| κλητική | οπλοβιομηχανία | οπλοβιομηχανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπλοβιομηχανία < όπλο + βιομηχανία
Ουσιαστικό
οπλοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία παρασκευής όπλων
Μεταφράσεις
οπλοβιομηχανία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.