οξοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οξοποιώ | οξοποιούσα | θα οξοποιώ | να οξοποιώ | οξοποιώντας | |
| β' ενικ. | οξοποιείς | οξοποιούσες | θα οξοποιείς | να οξοποιείς | (οξοποίει) | |
| γ' ενικ. | οξοποιεί | οξοποιούσε | θα οξοποιεί | να οξοποιεί | ||
| α' πληθ. | οξοποιούμε | οξοποιούσαμε | θα οξοποιούμε | να οξοποιούμε | ||
| β' πληθ. | οξοποιείτε | οξοποιούσατε | θα οξοποιείτε | να οξοποιείτε | οξοποιείτε | |
| γ' πληθ. | οξοποιούν(ε) | οξοποιούσαν(ε) | θα οξοποιούν(ε) | να οξοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οξοποίησα | θα οξοποιήσω | να οξοποιήσω | οξοποιήσει | ||
| β' ενικ. | οξοποίησες | θα οξοποιήσεις | να οξοποιήσεις | οξοποίησε | ||
| γ' ενικ. | οξοποίησε | θα οξοποιήσει | να οξοποιήσει | |||
| α' πληθ. | οξοποιήσαμε | θα οξοποιήσουμε | να οξοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | οξοποιήσατε | θα οξοποιήσετε | να οξοποιήσετε | οξοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | οξοποίησαν οξοποιήσαν(ε) |
θα οξοποιήσουν(ε) | να οξοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω οξοποιήσει | είχα οξοποιήσει | θα έχω οξοποιήσει | να έχω οξοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις οξοποιήσει | είχες οξοποιήσει | θα έχεις οξοποιήσει | να έχεις οξοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει οξοποιήσει | είχε οξοποιήσει | θα έχει οξοποιήσει | να έχει οξοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε οξοποιήσει | είχαμε οξοποιήσει | θα έχουμε οξοποιήσει | να έχουμε οξοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε οξοποιήσει | είχατε οξοποιήσει | θα έχετε οξοποιήσει | να έχετε οξοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν οξοποιήσει | είχαν οξοποιήσει | θα έχουν οξοποιήσει | να έχουν οξοποιήσει |
| |
Πηγές
- οξοποιώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
οξοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.