οξοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οξοποιώ < οξοποιός +

Ρήμα

οξοποιώ (παθητική φωνή: οξοποιούμαι)

Κλίση

Πηγές

  • οξοποιώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.