ονηλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονηλασία οι ονηλασίες
      γενική της ονηλασίας των ονηλασιών
    αιτιατική την ονηλασία τις ονηλασίες
     κλητική ονηλασία ονηλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ονηλασία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ονηλασία θηλυκό

  • το καβαλίκεμα του γαϊδάρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.