ομοφρονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ομοφρονώ < αρχαία ελληνική ὁμοφρονέω / ὁμοφρονῶ
Συγγενικά
- ομοφροσύνη
- ομοφρονία
- ομοφρόνως
- ομόφρων / ομόφρονας
- → δείτε τις λέξεις ομού και φρονώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ομοφρονώ | ομοφρονούσα | θα ομοφρονώ | να ομοφρονώ | ομοφρονώντας | |
| β' ενικ. | ομοφρονείς | ομοφρονούσες | θα ομοφρονείς | να ομοφρονείς | (ομοφρόνει) | |
| γ' ενικ. | ομοφρονεί | ομοφρονούσε | θα ομοφρονεί | να ομοφρονεί | ||
| α' πληθ. | ομοφρονούμε | ομοφρονούσαμε | θα ομοφρονούμε | να ομοφρονούμε | ||
| β' πληθ. | ομοφρονείτε | ομοφρονούσατε | θα ομοφρονείτε | να ομοφρονείτε | ομοφρονείτε | |
| γ' πληθ. | ομοφρονούν(ε) | ομοφρονούσαν(ε) | θα ομοφρονούν(ε) | να ομοφρονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ομοφρόνησα | θα ομοφρονήσω | να ομοφρονήσω | ομοφρονήσει | ||
| β' ενικ. | ομοφρόνησες | θα ομοφρονήσεις | να ομοφρονήσεις | ομοφρόνησε | ||
| γ' ενικ. | ομοφρόνησε | θα ομοφρονήσει | να ομοφρονήσει | |||
| α' πληθ. | ομοφρονήσαμε | θα ομοφρονήσουμε | να ομοφρονήσουμε | |||
| β' πληθ. | ομοφρονήσατε | θα ομοφρονήσετε | να ομοφρονήσετε | ομοφρονήστε | ||
| γ' πληθ. | ομοφρόνησαν ομοφρονήσαν(ε) |
θα ομοφρονήσουν(ε) | να ομοφρονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ομοφρονήσει | είχα ομοφρονήσει | θα έχω ομοφρονήσει | να έχω ομοφρονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ομοφρονήσει | είχες ομοφρονήσει | θα έχεις ομοφρονήσει | να έχεις ομοφρονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ομοφρονήσει | είχε ομοφρονήσει | θα έχει ομοφρονήσει | να έχει ομοφρονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ομοφρονήσει | είχαμε ομοφρονήσει | θα έχουμε ομοφρονήσει | να έχουμε ομοφρονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ομοφρονήσει | είχατε ομοφρονήσει | θα έχετε ομοφρονήσει | να έχετε ομοφρονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ομοφρονήσει | είχαν ομοφρονήσει | θα έχουν ομοφρονήσει | να έχουν ομοφρονήσει |
| |
Μεταφράσεις
ομοφρονώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.