ομβρέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομβρέλα οι ομβρέλες
      γενική της ομβρέλας των ομβρελών
    αιτιατική την ομβρέλα τις ομβρέλες
     κλητική ομβρέλα ομβρέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομβρέλα < ιταλική ombrella

Ουσιαστικό

ομβρέλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.