ομαλοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομαλοποιημένος | η | ομαλοποιημένη | το | ομαλοποιημένο |
| γενική | του | ομαλοποιημένου | της | ομαλοποιημένης | του | ομαλοποιημένου |
| αιτιατική | τον | ομαλοποιημένο | την | ομαλοποιημένη | το | ομαλοποιημένο |
| κλητική | ομαλοποιημένε | ομαλοποιημένη | ομαλοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομαλοποιημένοι | οι | ομαλοποιημένες | τα | ομαλοποιημένα |
| γενική | των | ομαλοποιημένων | των | ομαλοποιημένων | των | ομαλοποιημένων |
| αιτιατική | τους | ομαλοποιημένους | τις | ομαλοποιημένες | τα | ομαλοποιημένα |
| κλητική | ομαλοποιημένοι | ομαλοποιημένες | ομαλοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομαλοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ομαλοποιώ
Μεταφράσεις
ομαλοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.