ολοταχώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ολοταχώς < ολο- + ταχ(ύς) + -ώς, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à toute vitesse [1]

Επίρρημα

ολοταχώς

Εκφράσεις

ναυτικοί όροι:

Συγγενικά

  • τάχυστα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.