ολιγάρκεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ολιγάρκεια | οι | ολιγάρκειες |
| γενική | της | ολιγάρκειας | των | ολιγαρκειών |
| αιτιατική | την | ολιγάρκεια | τις | ολιγάρκειες |
| κλητική | ολιγάρκεια | ολιγάρκειες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολιγάρκεια < (ελληνιστική κοινή) ὀλιγαρκία
Ουσιαστικό
ολιγάρκεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η ιδιότητα του ολιγαρκούς, το αρκείται κάποιος στα λίγα
- είναι γνωστή η ολιγάρκεια των αρχαίων Σπαρτιατών
Μεταφράσεις
ολιγάρκεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.