οικονόμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οικονόμα | οι | οικονόμες |
| γενική | της | οικονόμας | — | |
| αιτιατική | την | οικονόμα | τις | οικονόμες |
| κλητική | οικονόμα | οικονόμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικονόμα < θηλυκό του οικονόμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.