Οδύσσεια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Οδύσσεια < αρχαία ελληνική Ὀδύσσεια

Κύριο όνομα

Οδύσσεια θηλυκό

  • το δεύτερο μεγάλο έργο του Ομήρου μετά την Ιλιάδα, το οποίο περιγράφει τις περιπέτειες του Οδυσσέα κατά την επιστροφή του από την Τροία στην Ιθάκη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.