οδοντόπαστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οδοντόπαστα | οι | οδοντόπαστες |
| γενική | της | οδοντόπαστας | — | |
| αιτιατική | την | οδοντόπαστα | τις | οδοντόπαστες |
| κλητική | οδοντόπαστα | οδοντόπαστες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σωληνάριο με οδοντόπαστα
Ετυμολογία
- οδοντόπαστα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
οδοντόπαστα
|
→ δείτε τη λέξη οδοντόκρεμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.