ογκάνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ογκάνισμα τα ογκανίσματα
      γενική του ογκανίσματος των ογκανισμάτων
    αιτιατική το ογκάνισμα τα ογκανίσματα
     κλητική ογκάνισμα ογκανίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ογκάνισμα < ογκανίζω < ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι

Ουσιαστικό

ογκάνισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.