ξιφοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξιφοποιός οι ξιφοποιοί
      γενική του ξιφοποιού των ξιφοποιών
    αιτιατική τον ξιφοποιό τους ξιφοποιούς
     κλητική ξιφοποιέ ξιφοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελληνιστική λέξη < ξίφ(ος) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

ξιφοποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) κατασκευαστής ξιφών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.