ξηρόβηξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ξηρόβηξ | οἱ | ξηρόβηχες | ||||
| γενική | τοῦ | ξηρόβηχος | τῶν | ξηροβήχων | ||||
| δοτική | τῷ | ξηρόβηχῐ | τοῖς | ξηρόβηξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ξηρόβηχᾰ | τοὺς | ξηρόβηχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ξηρόβηξ | ξηρόβηχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξηρόβηχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ξηροβήχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ξηρόβηξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.