ξεστράτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεστράτισμα | τα | ξεστρατίσματα |
| γενική | του | ξεστρατίσματος | των | ξεστρατισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεστράτισμα | τα | ξεστρατίσματα |
| κλητική | ξεστράτισμα | ξεστρατίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεστράτισμα < ξεστρατίζω
Ουσιαστικό
ξεστράτισμα ουδέτερο
- η εκτροπή από την "σωστή οδό" όπως την αντιλαμβάνεται η πλειοψηφία ή και το άτομο
Μεταφράσεις
ξεστράτισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.