ξεπλάνεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπλάνεμα τα ξεπλανέματα
      γενική του ξεπλανέματος των ξεπλανεμάτων
    αιτιατική το ξεπλάνεμα τα ξεπλανέματα
     κλητική ξεπλάνεμα ξεπλανέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεπλάνεμα < ξεπλανεύω

Ουσιαστικό

ξεπλάνεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.