ξενομερίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξενομερίτης | οι | ξενομερίτες |
| γενική | του | ξενομερίτη | των | ξενομεριτών |
| αιτιατική | τον | ξενομερίτη | τους | ξενομερίτες |
| κλητική | ξενομερίτη | ξενομερίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξενομερίτης < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ξενομερίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.