ξελογιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξελογιαστής οι ξελογιαστές
      γενική του ξελογιαστή των ξελογιαστών
    αιτιατική τον ξελογιαστή τους ξελογιαστές
     κλητική ξελογιαστή ξελογιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξελογιαστής < ξελογιάζω + -της

Ουσιαστικό

ξελογιαστής αρσενικό, ξελογιάστρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.