ξελάκκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελάκκωμα τα ξελακκώματα
      γενική του ξελακκώματος των ξελακκωμάτων
    αιτιατική το ξελάκκωμα τα ξελακκώματα
     κλητική ξελάκκωμα ξελακκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξελάκκωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξελάκκωμα ουδέτερο

  • η πράξη και το αποτέλεσμα του ξελακκώνω, το σκάψιμο ενός λάκου γύρω από ένα φυτό.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.