ξεκάμωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεκάμωμα | τα | ξεκαμώματα |
| γενική | του | ξεκαμώματος | των | ξεκαμωμάτων |
| αιτιατική | το | ξεκάμωμα | τα | ξεκαμώματα |
| κλητική | ξεκάμωμα | ξεκαμώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεκάμωμα < μεσαιωνική ελληνική ξεκάμωμα < μεσαιωνική ελληνική ξεκάμω και ξεκάνω < ξεκάμνω < από τον αόριστο ἐξέκαμον ή άλλο τύπο του ἐκκάμνω
Ουσιαστικό
ξεκάμωμα ουδέτερο
- η μεγάλη κούραση
- η εξοντωση (πολιτική, ηθική), το αποτελείωμα, ο αφανισμός
- Φαυλοκρατία! Συνεργασία πολιτικῶν, ἀστυνομικῶν καί ληστῶν γιά το ξεκάμωμα τοῦ Βενιζέλου (ο σκιτσογράφος Ηλίας Κουμετάκης το 1940)
- η αναίρεση μιας πράξης
- Κακό σκυλί που να μην έχη κλήρα! είνε ίδιος στο κάμωμα όπως και στο ξεκάμωμα….. (Ανδρ. Καρκαβίτσας, Οι Αρχαιολόγοι)
Εκφράσεις
- ένα το κάμωμα ένα και το ξεκάμωμα
Μεταφράσεις
ξεκάμωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.