ξεδίψασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεδίψασμα | τα | ξεδιψάσματα |
| γενική | του | ξεδιψάσματος | των | ξεδιψασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεδίψασμα | τα | ξεδιψάσματα |
| κλητική | ξεδίψασμα | ξεδιψάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεδίψασμα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ξεδίψασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.