ἀποσταίνω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀποσταίνω < αρχαία ελληνική ἀφίσταμαι < ἀπό+ ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)

Ρήμα

ἀποσταίνω

  1. κουράζομαι (ψυχικά ή σωματικά)
     αντώνυμα: ξαποσταίνω
  2. προκαλώ σε κάποιον κούραση
  3. ολοκληρώνω το στήσιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.