ξανθήγορος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξανθήγορος: διόρθωση χειρογράφου «ξανθογήρου» σε «ξανθηγόρου»[1] < ξανθ- + αρχαία ελληνική -ήγορος  δείτε τις λέξεις ἀγορά και ἀγορεύω

Ουσιαστικό

ξανθήγορος αρσενικό

Συγγενικά

Αναφορές

  1. P. Schreiner, Die byzantinischen Kleinchroniken, τ. Ι-ΙΙΙ [CFHB], Bιέννη 1975-1979

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.