ξανθήγορος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξανθήγορος αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξανθός
Αναφορές
- P. Schreiner, Die byzantinischen Kleinchroniken, τ. Ι-ΙΙΙ [CFHB], Bιέννη 1975-1979
Πηγές
- ξανθήγορος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.