ξαγκίστρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαγκίστρωμα τα ξαγκιστρώματα
      γενική του ξαγκιστρώματος των ξαγκιστρωμάτων
    αιτιατική το ξαγκίστρωμα τα ξαγκιστρώματα
     κλητική ξαγκίστρωμα ξαγκιστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξαγκίστρωμα < ξ- + αγκίστρωμα

Ουσιαστικό

ξαγκίστρωμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση από το αγκίστρι
  2. (ναυτικός όρος) η ανάσπαση, η απόσπαση της άγκυρας από τον βυθό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.