εγκαίρως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
εγκαίρως < έγκαιρος
Επίρρημα
εγκαίρως (χρονικό)
- στην κατάλληλη στιγμή, πριν τη λήξη μιας προθεσμίας ή διορίας ή πριν να είναι πολύ αργά
- προσπαθήστε να είστε εγκαίρως στο αεροδρόμιο, γιατί διαφορετικά δεν θα σας επιτρέψουν να επιβιβαστείτε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.