εγκαίρως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγκαίρως < έγκαιρος

Επίρρημα

εγκαίρως (χρονικό)

  1. στην κατάλληλη στιγμή, πριν τη λήξη μιας προθεσμίας ή διορίας ή πριν να είναι πολύ αργά
    προσπαθήστε να είστε εγκαίρως στο αεροδρόμιο, γιατί διαφορετικά δεν θα σας επιτρέψουν να επιβιβαστείτε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.