ενωρίς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενωρίς < λόγια επίδραση στο νωρίς, κατά την φράση από την αρχαία ελληνική ἐν ὥρᾳ (στη σωστή εποχή)[1]
- Κατ' άλλη άποψη,[2] < μεσαιωνική ελληνική *ἐνωρίς όπως στην ελληνιστική κοινή ἐνωρίστερον, ἐνωρότερον (επίρρημα), συγκριτικός βαθμός του ἐνώρως (επίθετο ἔνωρος) που σχηματίστηκε από την ίδια φράση
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.noˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νω‐ρίς
Μεταφράσεις
ενωρίς
|
Αναφορές
- ενωρίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νωρίς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.