νυχτοπεταλούδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νυχτοπεταλούδα οι νυχτοπεταλούδες
      γενική της νυχτοπεταλούδας των νυχτοπεταλούδων
    αιτιατική τη νυχτοπεταλούδα τις νυχτοπεταλούδες
     κλητική νυχτοπεταλούδα νυχτοπεταλούδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυχτοπεταλούδα < νυχτο- + πεταλούδα

Ουσιαστικό

νυχτοπεταλούδα θηλυκό

  • (έντομο) ο σκόρος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

}

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.