ντόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντόνα οι ντόνες
      γενική της ντόνας
    αιτιατική την ντόνα τις ντόνες
     κλητική ντόνα ντόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική donna

Ουσιαστικό

ντόνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.