ντροπαλοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντροπαλοσύνη | οι | ντροπαλοσύνες |
| γενική | της | ντροπαλοσύνης | των | ντροπαλοσυνών |
| αιτιατική | την | ντροπαλοσύνη | τις | ντροπαλοσύνες |
| κλητική | ντροπαλοσύνη | ντροπαλοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.