ντερβέναγας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντερβέναγάς | οι | ντερβεναγάδες |
| γενική | του | ντερβέναγά | των | ντερβέναγάδων |
| αιτιατική | τον | ντερβέναγά | τους | ντερβεναγάδες |
| κλητική | ντερβέναγά | ντερβεναγάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντερβέναγας < ντερβέν(ι) + αγάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /deɾˈve.na.ɣas/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.