νταντέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νταντέλα | οι | νταντέλες |
| γενική | της | νταντέλας | των | νταντελών |
| αιτιατική | την | νταντέλα | τις | νταντέλες |
| κλητική | νταντέλα | νταντέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.