ΝΑ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΝΑ < νοτιανατολικός, με κεφαλαία, κατά το αγγλικό SE, South East
Συντομομορφή
ΝΑ συντομογραφία χωρίς τελείες
- (επίθετο) νοτιοανατολικός, νοτιοανατολική, νοτιοανατολικό
- (επίρρημα) νοτιοανατολικά
- προσανατολισμός: ΝΑ, ΝΔ, ΒΑ, ΒΔ
-
Σημεία ορίζοντα στη Βικιπαίδεια

Επίσης
- Ν.Α. (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.