νοσηλεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νοσηλεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος νοσηλεύω

Ρήμα

νοσηλεύομαι, πρτ.: νοσηλευόμουν, στ.μέλλ.: θα νοσηλευτώ, αόρ.: νοσηλεύτηκα, μτχ.π.π.: νοσηλευμένος

  1. λαμβάνω ως άρρωστος συστηματική ιατρική φροντίδα, κυρίως από εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό
  2. (ειδικότερα) παραμένω ως εσωτερικός ασθενής σε νοσοκομείο ή άλλο νοσηλευτήριο
    ο ασθενής μετά την επέμβαση νοσηλεύτηκε για πέντες ημέρες στη χειρουργική κλινική του νοσοκομείου μας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.