νοηματοδότηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοηματοδότηση οι νοηματοδοτήσεις
      γενική της νοηματοδότησης* των νοηματοδοτήσεων
    αιτιατική τη νοηματοδότηση τις νοηματοδοτήσεις
     κλητική νοηματοδότηση νοηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοηματοδότηση < νοηματοδοτώ

Ουσιαστικό

νοηματοδότηση θηλυκό

  1. το να αποδίδεις νόημα σε μια ενέργεια, να της δίνεις ουσία
  2. να ερμηνεύεις μια ενέργεια, να κρίνεις το νόημά της ή τη σκοπιμότητά της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.