νιτσεΐστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νιτσεΐστρια | οι | νιτσεΐστριες |
| γενική | της | νιτσεΐστριας | των | νιτσεϊστριών |
| αιτιατική | τη | νιτσεΐστρια | τις | νιτσεΐστριες |
| κλητική | νιτσεΐστρια | νιτσεΐστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νιτσεΐστρια θηλυκό (αρσενικό νιτσεϊστής)
- (φιλοσοφία) γυναίκα φιλόσοφος που ταυτίζεται ή σχεδόν ταυτίζεται με τα έργα και τις απόψεις του Νίτσε
- γυναίκα οπαδός του Νίτσε
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.