νιτερέσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιτερέσο τα νιτερέσα
      γενική του νιτερέσου των νιτερέσων
    αιτιατική το νιτερέσο τα νιτερέσα
     κλητική νιτερέσο νιτερέσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιτερέσο < ιταλική interesso < λατινική interesse

Ουσιαστικό

νιτερέσο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.