νισάφι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νισάφι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική إنصاف (insâf) (τουρκική insaf, μετριοπάθεια) + με αντιμετάθεση [in] > [ni][1] < αραβική insāf

Προφορά

ΔΦΑ : /niˈsa.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νισάφι

Ουσιαστικό

νισάφι ουδέτερο άκλιτο

Επιφώνημα

νισάφι!

  • φτάνει πια, έλεος, αρκεί, αρκετά
    Ε, νισάφι πια, με τις απαιτήσεις σου!

ιδιωματικά:

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.