νιασίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νιασίνη οι νιασίνες
      γενική της νιασίνης των νιασινών
    αιτιατική τη νιασίνη τις νιασίνες
     κλητική νιασίνη νιασίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιασίνη < niacin < nicotinic acid + vitamin (η λέξη δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα για να διαχωρίζεται από την νικοτίνη)

Ουσιαστικό

νιασίνη θηλυκό

  • κοινή ονομασία της υδατοδιαλυτής βιταμίνης B3 του συμπλέγματος βιταμινών B

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.