νησίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | νησίς | αἱ | νησῖδες |
| γενική | τῆς | νησῖδος | τῶν | νησίδων |
| δοτική | τῇ | νησῖδῐ | ταῖς | νησῖσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | νησῖδᾰ | τὰς | νησῖδᾰς |
| κλητική ὦ! | νησίς* | νησῖδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νησῖδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νησίδοιν | ||
| Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νησίς < νῆσ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίς
Πηγές
- νησίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νησίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.