νεός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεός αἱ νεοί
      γενική τῆς νεοῦ τῶν νεῶν
      δοτική τῇ νε ταῖς νεοῖς
    αιτιατική τὴν νεόν τὰς νεούς
     κλητική ! νεέ νεοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεώ
γεν-δοτ τοῖν  νεοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεός <  δείτε τη λέξη νειός

Ουσιαστικό

νεός θηλυκό

  • (γεωγραφία) άλλη μορφή του νειός

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

νεός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.