νεός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | νεός | αἱ | νεοί |
| γενική | τῆς | νεοῦ | τῶν | νεῶν |
| δοτική | τῇ | νεῷ | ταῖς | νεοῖς |
| αιτιατική | τὴν | νεόν | τὰς | νεούς |
| κλητική ὦ! | νεέ | νεοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νεοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεός < → δείτε τη λέξη νειός
Πηγές
- νεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.