νεφραμιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφραμιά οι νεφραμιές
      γενική της νεφραμιάς των νεφραμιών
    αιτιατική τη νεφραμιά τις νεφραμιές
     κλητική νεφραμιά νεφραμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεφραμιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νεφραμιά θηλυκό

  1. (για άνθρωπο ή ζώο) το τμήμα του σώματος που βρίσκεται κοντά στα νεφρά
  2. το αντίστοιχο τμήμα σφαγμένου ζώου που περιλαμβάνει και τα νεφρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.